Εκείνο που έδινε το χρώμα του στα χείλη μου. Κάνω κύκλους στις στιγμές. Εγώ, ο εαυτός μου και αυτοί οι τέσσερις τοίχοι.
Σάββατο βράδυ κι εγώ περπατώ στους δρόμους μιας πόλης. Μου χαϊδεύει το φως του φεγγαριού δειλά τα μαλλιά. Βαδίζω αργά και τα βήματα μου δεν αφήνουν σημάδια. Σαν τα βήματα εκείνης που λέγεται ζωή μου.
Σαν εκείνη που απλώθηκε μέσα μου. Λόγια θαρρείς από χρόνια χαμένα. Και σκέψεις που δεν έγιναν ποτέ πράξεις.
Πέρασαν μήνες....
Θαρρείς χρόνια, βαλσαμωμένα πουλιά έγιναν οι θύμησες. Προσπαθώ ακόμη να θυμηθώ την φωνή σου.....ποια φωνή άραγε; Εκείνη που δεν άκουσα ποτέ ή εκείνη που δεν άντεξα ν ακούσω....
Τα βράδια με τυλίγει μια γλυκιά νοσταλγία..... Διαβάζω τα γράμματα σου. Περπατώ στο άδειο δωμάτιο και το γεμίζω νότες. Δεν μου μένει άλλος τρόπος.....
Φυλακίζω τον χρόνο.... Σε όσα ακόμη θυμάμαι και όσα πρόλαβα να σου "κλέψω". Όνειρα - στιγμές που θόλωσαν μέσα μου το φως.
Τι μένει... Ένα μικρό λευκό γιασεμί που με κοιτά κι εκείνο με θλίψη. Αργά τα βράδια με παίρνουν τα δάκρυα. Όχι εκείνα τα γνώριμα αλλά ......εκείνα που μου "χάρισες".......
Ήθελα να μουν παιδί.... Για να σου πω όσα δεν τόλμησα κι εσύ.....να με πιστέψεις...
Αριστερό κροσέ με άλμα -Πολύ δυνατό δεξί κροσέ -Δυνατά χτυπήματα στο σώμα και εναέρια χτυπήματα με γόνατα -Μεγάλη δύναμη, ταχύτητα και έκρηξη στα χτυπήματα -Πολύ καλή φυσική κατάσταση -Αγωνίζεται πάντα με πάθος και ψυχή. 156 αγώνες 140 νίκες
Εικοσιπέντε μολυβένιοι στρατιώτες, όλοι αδέρφια. Κατασκευάστηκαν κάποτε από το λιώσιμο μιας παλιάς κουτάλας. Είχανε όπλο στον ώμο, ήτανε στητοί και φορούσαν στολές γαλαζοκόκκινες πολύ χαρούμενες.
Ένα παιδάκι είχε γενέθλια και αυτό ήταν το δώρο του!!
Τους έβγαλε όλους από το κουτί και τους έστησε πάνω στο τραπέζι. Πόσο μοιάζανε μεταξύ τους οι μολυβένιοι στρατιώτες!! Μόνο ένας ήταν διαφορετικός. Είχε μόνο ένα πόδι γιατί ήταν ο τελευταίος και δεν είχε απομείνει πολύ μολύβι. Κι όμως στεκότανε στο ένα του πόδι το ίδιο σταθερά με τους άλλους που είχανε δύο.
Πάνω στο τραπέζι όπου τοποθετήθηκαν οι μολυβένιοι στρατιώτες υπήρχαν κι άλλα παιχνίδια. Ένα καταπληκτικό τραινάκι, δέντρα με πανέμορφα πουλιά, μια λίμνη φτιαγμένη από ένα κομμάτι καθρέφτη και ένα χάρτινο κάστρο.
Όμως το ωραιότερο παιχνίδι ήταν μια δεσποινιδούλα στημένη στην ανοιχτή πόρτα του κάστρου. Χάρτινη κι αυτή αλλά φορούσε ένα υπέροχο φόρεμα από μουσελίνα και μια κορδέλα θαλασσιά στους ώμους σαν εσάρπα με χρυσοκλωστή στις άκρες. Το κορίτσι είχε τεντωμένα τα δυο του χέρια γιατί ήταν χορεύτρια και είχε το ένα πόδι σηκωμένο τόσο ψηλά στον αέρα που ο μολυβένιος στρατιώτης δεν το έβλεπε και νόμιζε πως ήταν σαν κι αυτόν.
Πόσο μου μοιάζει σκέφτηκε. Και είναι τόσο όμορφη!! Όμως η κοινωνική διαφορά μας είναι τόσο μεγάλη!! Εκείνη ζει σε ένα χάρτινο κάστρο ενώ εγώ σ'ενα κουτί. Αλλά δεν είναι κακό να την γνωρίσω.
Έτσι εγκαταστάθηκε πίσω από μία ταμπακιέρα που υπήρχε πάνω στο τραπέζι.
Από εκεί παρατηρούσε άνετα την μικρή κυρία η οποία εξακολουθούσε να στέκεται στο ένα της πόδι χωρίς να χάνει την ισορροπία της.
-Πόσο θα θελα να με ερωτευτεί μια τόσο όμορφη κοπέλα!! -Πόσο θα θελα να γίνει δική μου για πάντα!!!
Βράδιασε.....
Όλοι οι άνθρωποι του σπιτιού πήγαν για ύπνο και τα παιδάκια στα κρεβάτια τους. Τώρα ήταν η σειρά των παιχνιδιών να παίξουν.
Το τραινάκι έτρεχε ανάμεσα στα δέντρα. Τα ανθρωπάκια κουνιόντουσαν στο λούνα παρκ και γελούσαν. Οι κύκνοι στην λίμνη πολεμούσαν με τα φτερά τους...
Γινότανε τέτοιος σαματάς που το καναρίνι ξύπνησε κι αυτό κι άρχισε την φλυαρία. Οι μολυβένιοι στρατιώτες θορυβούσαν μέσα στο κουτί τους γιατί θέλανε κι αυτοί να παίξουν.
Ανοίξτε μας!! Θέλουμε να χορέψουμε!!
Αλλά το κουτί δεν άνοιγε....
Οι μόνοι που δεν πήραν μέρος στην γιορτή ήταν ο μολυβένιος στρατιώτης και η μικρή χορεύτρια.
Αυτός στητός, στο ένα του πόδι, δεν πήρε ούτε μια στιγμή τα μάτια του από πάνω της.
Την άλλη μέρα το πρωί τα παιδιά σηκώθηκαν από το κρεβάτι τους και ο μολυβένιος στρατιώτης τοποθετήθηκε στο περβάζι του παραθύρου. Παραμένει άγνωστο αν υπαίτιος ήταν ο φασουλής ή ο αέρας αλλά σε λίγο το παράθυρο άνοιξε απότομα και ο μολυβένιος στρατιώτης έπεσε με το κεφάλι από το τρίτο πάτωμα στον δρόμο.
Τι φοβερή πτώση!!
Το ένα του πόδι στριφογύρισε πολλές φορές στον αέρα
Στριφογύριζε! Στριφογύριζε! Στριφογύριζε!
Τέλος ο στρατιώτης προσγειώθηκε απάνω στο καπέλο του και η ξιφολόγχη του χώθηκε ανάμεσα σε δύο πλακάκια του δρόμου.
Η καμαριέρα και το αγοράκι έτρεξαν αμέσως αλλά αν και παραλίγο να τον πατήσουν δεν μπόρεσαν να τον βρουν.
Αν ο μολυβένιος στρατιώτης είχε φωνάξει "εδώ είμαι" θα τον έβρισκαν εύκολα όμως αυτός σκέφτηκε : Είναι ανάρμοστο για στρατιώτη με στολή να ζητάει βοήθεια!
Τότε άρχισε να βρέχει. Όλο και χόντραιναν οι σταγόνες και έπιασε μπόρα κανονική. Όταν σταμάτησε πέρασαν δύο αγόρια. Το ένα είπε:
Κοίτα αυτό το μολυβένιο στρατιωτάκι! Θα κάνει την πρώτη του βαρκάδα.
Φτιάξανε λοιπόν μια βάρκα από κομμάτι εφημερίδα, βάλανε μέσα τον στρατιώτη αφήσανε την βάρκα στα νερά του πεζοδρομίου και τρέχανε πίσω της χτυπώντας τα χέρια τους.
Δες! Δες πως σκαμπανεβάζει η βαρκούλα! Τι γρήγορα που στριφογυρίζει θα ζαλιστεί ο στρατιώτης!! Μπα! Δεν κουνάει ούτε βλέφαρο, κοιτάζει ίσια μπροστά του με το όπλο σφιγμένο στον ώμο του.
Ξαφνικά η βάρκα πέρασε μέσα από ένα μεγάλο λούκι. Ο στρατιώτης βρέθηκε στο σκοτάδι σαν να τον είχαν κλείσει πάλι στο κουτί με τους άλλους.
Αχ! Βοήθεια χάνομαι κατρακυλάω!! Σίγουρα φάρσα του φασουλή είναι!!! Μακάρι να ήταν εδώ στην βάρκα κι εκείνη!! Δεν θα μ ένοιαζε όσο σκοτάδι κι αν είχε!!
Ακριβώς εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε ένας αρουραίος που ζούσε στο λούκι.
Διαβατήριο έχεις;
Του φώναξε.
Αλλά ο μολυβένιος στρατιώτης έμεινε σιωπηλός και έσφιξε το όπλο στον ώμο του. Η βάρκα συνέχισε την πορεία της και ο αρουραίος την ακολούθησε. Έξαλλος από θυμό έδειχνε τα δόντια του και φώναζε στα ξυλαράκια και τα άχυρα:
Σταματήστε τον! Δεν πλήρωσε διόδια και δεν μου έδειξε το διαβατήριο του!
Αλλά το νερό γινότανε όλο και πιο ορμητικό.
Η βάρκα βυθιζόταν, το χαρτί μούλιαζε, το νερό κάλυψε το κεφάλι του στρατιώτη. Αυτός σκέφτηκε την όμορφη χορεύτρια που δεν θα την ξανά έβλεπε ποτέ...
Το χαρτί έλιωσε και ο μολυβένιος στρατιώτης άρχισε να βυθίζεται αλλά την ίδια στιγμή τον κατάπιε ένα μεγάλο ψάρι...
Κάποιος ψαράς έπιασε το ψάρι, το πούλησε στην αγορά, κάποιος το αγόρασε και το έφερε στην κουζίνα του σπιτιού και τώρα η μαγείρισσα το καθάριζε με ένα μεγάλο μαχαίρι.
Α! Κοίτα τι έχει μέσα στην κοιλιά του αυτό το ψάρι; Έναν μολυβένιο στρατιώτη!
Τον έπλυναν λοιπόν, τον έβαλαν στο τραπέζι και- όπως όλα τ απίθανα συμβαίνουν σ'αυτον τον κόσμο- ο στρατιώτης διαπίστωσε ότι βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο όπου είχε ξεκινήσει. Είδε τα ίδια παιδιά, τα ίδια παιχνίδια στο τραπέζι και ανάμεσα τους το θαυμάσιο κάστρο με την πανέμορφη χορεύτρια, η οποία στεκόταν ακόμη στο ένα πόδι και το άλλο το είχε μετέωρο στον αέρα. Ήταν κι αυτή ακίνητη και απτόητη.
Πόσο συγκινήθηκε ο μολυβένιος στρατιώτης!!
Την κοίταξε, τον κοίταξε κι αυτή, σκέφτηκαν τόσα πολλά!!! Αλλά κανένας τους δεν είπε λέξη..
Ξάφνου ένα από τα παιδάκια πήρε τον στρατιώτη και τον έριξε αδιάφορα στο τζάκι.
Ο μολυβένιος στρατιώτης στεκότανε τώρα μέσα στις φλόγες. Καιγότανε....
Δεν ήξερε όμως αν αυτή η κάψα ήταν αποτέλεσμα της πραγματική φωτιάς ή της φλόγας της αγάπης του. Είχε χάσει εντελώς το χρώμα του Κοίταξε την κοπέλα με μάτια γεμάτα πόνο, τον κοίταξε κι αυτή.
Τότε ο μολυβένιος στρατιώτης αισθάνθηκε να λιώνει.
Μια πόρτα κατά τύχει άνοιξε, ο αέρας παρέσυρε την χορεύτρια που έτσι αέρηνη και λεπτοκαμωμένη όπως ήταν πετάχτηκε μέσα στο τζάκι, δίπλα στον μολυβένιο στρατιώτη, πήρε φωτιά, καιγότανε τώρα κι εκείνη μαζί του....
Τι παράξενο!!!
Η μόνη στιγμή που ο μολυβένιος στρατιώτης στάθηκε κοντά στην αγαπημένη του χορεύτρια ήταν...μέσα στην φωτιά...
Λιώσανε και οι δυο στις φλόγες της αγάπης!!!
Το άλλο πρωί, όταν η καμαριέρα μάζεψε τις στάχτες, βρήκε.... μια μολυβένια καρδιά και ένα χρυσό δαχτυλίδι...
Λίγο νωρίς ή...λίγο αργά... Χρόνια πολλά...για τα γενέθλια σου!!!!
Όταν μεγαλώσω θα έχω όμορφα μακριά μαλλιά σαν της Ραπουνζέλ. Θα ζω σ'ένα μικρό σπιτάκι δίπλα στο κύμα. Θα γυρίσω όλο τον κόσμο πάνω σ ενα αστέρι σαν τον μικρό πρίγκιπα. Θα παντρευτώ και θα φοράω ένα παραμυθένιο λευκό νυφικό με τεράστια ουρά. Θα γίνω γιατρός.... θα....
Όνειρα που έδιναν ζωντάνια στα παιδικά μου μάτια. Παιδικά μάτια!! Τι έμεινε από εκείνα; Τι άλλαξε; Τι χάθηκε στο πέρασμα των χρόνων; Που σκάλωσαν τόσα χαμόγελα; Ξεχάστηκαν σε μια γωνιά και με κοιτούν. Σιωπηλοί παρατηρητές ή σκληροί κριτές; Πόσα από αυτά σκαρφάλωσαν στο κατώφλι της ζωή μου και πέρασαν στην πραγματικότητα; Πόσα άντεξαν την συντριβή και φτάσαν ως την αιωνιότητα;
"Κι αν φτωχική την βρεις η Ιθάκη δεν σε γέλασε" έλεγε ο ποιητής....
Τελικά ζούμε για να ονειρευόμαστε ή ονειρευόμαστε για να ζήσουμε;
Έρχονται στιγμές που οι επιθυμίες μας γιγαντώνονται, Μας καλύπτουν Μας ξεπερνούν. Κι όταν προσπαθούμε να τις φτάσουμε μας παραγκωνίζουν. Αν τις εγκαταλείψεις γίνεσαι δειλός . Κι αν τις κυνηγήσεις γίνεσαι δυστυχισμένος. Χαρίζεις τα χρόνια που έζησες. Θυσιάζεις τα χρόνια που ζεις. Και υπόσχεσαι τα χρόνια που θα ρθουν. Χαρίσματα, Θυσίες Και υποσχέσεις που πλησιάζουν τα χρόνια ενός αιώνα.
...Μίλησε μου... Για τα όνειρα εκείνα που έγιναν αστέρια. Για τα δάκρυα εκείνα που έγιναν χείμαρρος της ψυχής.... Σε μια νύχτα που τα φώτα της πόλης σου δείχνουν το δρόμο της σιωπής, μιας σιωπής που γρατσουνά σαν την απουσία σου..
.....Δώσε μου τα χέρια σου.... Τα βράδια εκείνα που όλα γύρω μου μοιάζουν δραπέτες... Λαθρεπιβάτες σε μια καρδιά που έχει πάψει χρόνια να χτυπά...
....Ακόμη κι όταν όλα μέσα μου σωπάσουν εσύ να με θυμάσαι...
Ο ουρανός δικός μου, το φως, τ αστέρια....το φεγγάρι... πώς μας κοιτά απόψε το φεγγάρι....
Να με θυμάσαι..ακόμη κι όταν όλα γύρω μου ξεχάσουν...
Σςςς
Σ'ακούω να βαδίζεις στο χώρο... τα βήματα σου αργά,
νωχελικά ..... Σαν την σιωπή μου...
Σςςς
....καληνύχτα....
"Μην ζητάς να βρεις το φως με μια ματιά... Μην κοιτάς ο ήλιος είναι μακριά... Μην ζητάς να βρεις αγάπη μες στο φως .."
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου έψαχνα κάπου να ακουμπήσω τον ίσκιο μου.
Μια λέξη
Μια σκέψη Μια αγκαλιά Μια σκοτεινή γωνιά. Προστατευμένη αυταπάτη μιας ζωής σαν τον ήχο της θάλασσας. Εθιστική και αδηφάγα.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου γαντζώνομαι πάντα στην φυγή. Ερωτευμένη με μια ιδέα. Μια ουτοπία. Μια οφθαλμαπάτη..... Να έρχομαι και να φεύγω. Σαν την παλίρροια. Να αφήνω πίσω μου αποτυπώματα μνήμης. Θύμησες να ζωντανεύουν το άδειο δωμάτιο και μια καρδιά..... Την δική σου καρδιά......
Κοιτάζω τα φώτα της πόλης. Ακούω τον ήχο της να σωπαίνει σιγά σιγά. Ξημερώνει κι απόψε!!!!
Κοίτα πώς ξεθωριάζει η μέρα όταν την κοιτάζεις μοναχός.... Μαρμαρωμένες αγάπες σαν αγαλματάκια στοιβαγμένα στην κούτα της ζωής.... Της δικής σου ζωής. Τι έμεινε;
Κοίτα πώς λιώνει τ όνειρο όταν το προσμένεις αδειανός.... Σαν φως που δεν ξεπρόβαλε ποτέ απ' τις μισάνοιχτες γρίλιες. Αλλόκοτη σιωπή μια καρδιάς που δεν ξέχασε ποτέ.
Ξέρεις τι φοβάμαι περισσότερο; Τον χρόνο. Όχι όταν κυλάει....αλλά όταν σταματάει.....